τέχνασμα — anything made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνασμα — το, ατος έξυπνη επινόηση για επιτυχία κάποιου σκοπού, κόλπο, τερτίπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνασμάτων — τέχνασμα anything made neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασι — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασιν — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματα — τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματι — τέχνασμα anything made neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματος — τέχνασμα anything made neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
τεχνάσματ' — τεχνάσματα , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl τεχνάσματι , τέχνασμα anything made neut dat sg τεχνάσματε , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)